δωδεκαδάκτυλο — το τμήμα του λεπτού εντέρου μήκους δώδεκα δακτύλων που συνδέεται με το στομάχι: Πάσχει από έλκος του δωδεκαδάκτυλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek
παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… … Dictionary of Greek
περιδωδεκαδακτυλίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιτοναίου που περιβάλλει το δωδεκαδάκτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. periduodenitis (< περι * + duodenum «δωδεκαδάκτυλο» + επίθημα ίτιδα)] … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek